φτ(ε)ιασίδι

φτ(ε)ιασίδι
και φκιασίδι, το, Ν
ψιμύθιο, καλλυντικό για το πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. εὐθειάζω «διορθώνω» και έχει σχηματιστεί ως υποκορ. ενός αμάρτυρου ουσ. *εὐθείασις (για τον σχηματισμό και για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. φτειάχνω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να συνδεθεί με τον τ. φῦκος «ψιμύθιο ερυθρού χρώματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἰάσιδι — Ἴασις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φκιασίδι — το, Ν βλ. φτ(ε)ιασίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”